οικογένεια

οικογένεια
[икогениа] ουσ. Θ. семья.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οικογένεια" в других словарях:

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — η 1. ομάδα συγγενών ατόμων που ζουν μαζί στην ίδια στέγη: Το χωριό έχει αρκετές οικογένειες. 2. ομάδα ατόμων που συνδέονται με συγγένεια αίματος και χωρίς να συγκατοικούν, αλλ. σόι: Η οικογένεια αυτή έβγαλε αξιόλογους ανθρώπους. 3. ομάδα ζώων,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Οικογένεια — Η οικογένεια του Ιησού Χριστού, καθώς και εορτή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που καθιερώθηκε από τον πάπα Βενέδικτο IE’. Σε αυτήν προβάλλεται o Ιησούς, η Μαρία και ο Ιωσήφ ως υπόδειγμα οικογένειας. Γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή ύστερα από τα… …   Dictionary of Greek

  • ιερακίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα αρπακτικά ημερόβια πτηνά (αετός, ιέραξ, κίρκος, κιρκαετός, τριάρχης κ.ά.). Οι ι. έχουν αρκετά αγκιστρωτό ράμφος και, όπως συμβαίνει στα νυκτόβια κυρίως αρπακτικά, τα …   Dictionary of Greek

  • βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολαπτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 210 είδη, που ζουν σε δασώδεις περιοχές όλων των χωρών, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. To μήκος τους ξεκινά από 9 εκ. και μπορεί να φτάσει τα 55 εκ …   Dictionary of Greek

  • ελαιίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών η οποία περιλαμβάνει δέντρα, θάμνους, ακόμα και αναρριχώμενα φυτά, της τάξης των λιγουστρωδών. Περιλαμβάνει περίπου 400 είδη των θερμών και εύκρατων περιοχών της Γης και κυρίως της νότιας και ανατολικής… …   Dictionary of Greek

  • ελατηρίδες — Οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Οι ε. έχουν επίμηκες σώμα (από ένα έως μερικά εκατοστά), μικρό κεφάλι και κοντά πόδια. Στην κοιλιακή επιφάνεια του προθώρακα διαθέτουν μια προεξοχή, η οποία μπορεί να εισέρχεται σε μία κοιλότητα του… …   Dictionary of Greek

  • ημεροβιίδες — Οικογένεια νευροπτέρων εντόμων. Τo γνωστότερο από τα γένη της οικογένειας αυτής είναι το έντομο ημερόβιος. * * * οι οικογένεια νευρόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerobiid < hemero (πρβλ. ήμερ[ο]·) + bi id (πρβλ. βί ος… …   Dictionary of Greek

  • ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • λαμπυρίδες — Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων. Βλ. λ. πυγολαμπίδα. * * * οι ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lampyridae < lampyris (< λατ. lampyris < λάμπω) + κατάλ. idae] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»